συνεκτρέπομαι

συνεκτρέπομαι
ΜΑ [ἐκτρέπομαι]
1. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον («τὰ τοῡ δήμου θράση συνεκτραπέντα τοῡ τυράννου τῇ μέθῃ», Πισίδ.)
2. απόλ. εκτρέπομαι συγχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”